Παλιάς κοπής, εξαιρετικό γουέστερν. Μπαίνει οριακά στην χρυσή περίοδο του είδους(1950), διατηρώντας στο απόλυτο τα χαρακτηριστικά στοιχεία της προηγούμενης δεκαετίας. Λίγο τυχοδιωκτισμός, λίγο πατριωτισμός, λίγος έρωτας, λίγη αδικία, αρκετή δράση και, φυσικά, το απαραίτητο ρομάντζο. Δύο πρωταγωνιστές που τραβούν τα φώτα πάνω τους, αναγνωρίσιμοι και επιτυχημένοι. Ρέι Μίλαντ και Χέντι Λαμάρ, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της “παλιάς καραβάνας” Τζών Φάροου, σε ένα σενάριο με τάσεις εθνικής συμφιλίωσης και αποκατάστασης ισορροπιών. Είχε υψηλές προδιαγραφές και ανάλογες προσδοκίες από πλευράς συντελεστών, υπηρετώντας κλασικές σινέ και όχι μόνον αξίες. Αν γυρίζονταν ξανά στις μέρες μας, θα κέρδισε σε ρυθμό και θα έχανε σε όλα τα άλλα. Οπότε, ας μείνει ως έχει, για να στρογγυλοκάθεται στα ράφια της ταινιοθήκης με τα γουέστερν που κάποια στιγμή θα ξαναδούμε. Να δώσω και μια βαθμολογία, ορμώμενος από τους “διαδικτυακούς κριτικούς”: 9/10. Μάλλον σας έπεισα να το δείτε, έτσι; Αν όχι, υπάρχουν και οι πιο κάτω παράγραφοι.
Το “Copper Canyon” είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά γουέστερν του Φάροου, μαζί με τα California (1947) και, το Hondo (1953). Στο “California” είχε πάλι τον Μίλαντ ως πρωταγωνιστή και, δίπλα του την Στάνγουικ(αν και σε αυτόν κατέληξε, αφού αρχική επιλογή ήταν ο Άλαν Λάντ). Εδώ προτίμησε – και πολύ καλά έπραξε – την Λαμάρ(επιτέλους να την δούμε και σε έγχρωμη ταινία!). Ο Μίλαντ κέρδισε με το ύφος του(αυτό του κομψού δυναμισμού), τον Φάροου. Έκαναν κι άλλα φιλμ μαζί. Ξεχωρίζει το θαυμάσιο νουάρ The Big Clock (1948 – must seen για τους φίλους του είδους). Μιας και ξεκινήσαμε με τον σκηνοθέτη, να πούμε ότι ο Φάροου είχε ανέκαθεν ένα προσωπικό άγγιγμα. Όποιο σενάριο φιλμάριζε το έκανε με ένα παραδοσιακό, αψεγάδιαστο, άκρως ηθικό τρόπο, πολύ καθώς πρέπει, τηρώντας άγραφους και μη κανόνες(όπως και αποστάσεις), με ένα στυλ που δεκαετίες αργότερα έμελε να ονομαστεί “Αμερικανιά”. Δεν θεωρώ απαραίτητα μεμπτό την ύπαρξη πατριωτισμού και ενδεχομένως λαϊκισμού σε μια ταινία, όχι αν αυτό δεν αλλοιώνει την καλλιτεχνική της υφή και, όταν δεν αποπροσανατολίζει το κοινό. Οπότε τοποθετώ τον Φάροου σε μια άτυπη λίστα γλαφυρότητας, αρκετά γοητευτικής θα έλεγα. Γύρισε ωραίες ταινίες, κι έγραψε ακόμη περισσότερες(ήταν και σεναριογράφος, όπως και παραγωγός), ενώ στο King of the Khyber Rifles (1953), κάνει ένα πέρασμα και μπροστά από τις κάμερες, στον ρόλο ενός Άγγλου ευγενή. Το όνομα του κάποια στιγμή περνάει και από τα credits του Red Mountain (1951), ως βοηθού σκηνοθέτη. Θα συνιστούσα προς θέαση και τα Where Danger Lives (1950), His Kind of Woman (1951), Plunder of the Sun (1953), Botany Bay (1953), The Sea Chase (1955). Παντρεμένος με την διάσημη Αμερικανίδα ηθοποιό Maureen O'Sullivan, είδε την κόρη του να μπαίνει κι αυτή στον λαμπερό κόσμο του θεάματος και μάλιστα με σημαντική καριέρα(Mia Farrow). Με το πολεμικό Wake Island(1942), ήταν υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθεσίας. Αν και γεννημένος στην Αυστραλία, πολέμησε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο με την σημαία των Η.Π.Α. Μεταξύ άλλων έγραψε και 7 νουβέλες. Ολοκληρωμένη προσωπικότητα ο κ. Φάροου. Με τα θετικά και τα αρνητικά του όπως όλοι, κινηματογραφιστές και μη.
Στο “Copper canyon”(«το φαράγγι του χαλκού», ή «χάλκινο φαράγγι», σε ελεύθερη μετάφραση), επιχειρεί να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν τόσο ως θεματολογία(μετεμφυλιακές παρενέργειες), όσο και ως γουέστερν τεχνοτροπία. Έχοντας τις εικόνες της προηγούμενης δεκαετίας όσων αφορά στο κινηματογραφικό αυτό είδος για οδηγό, καταφέρνει να λειτουργήσει ως θάλαμος αποσυμπίεσης για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Σε κινηματογραφιστές όπως Φάροου πιστώνεται η ομαλή μετάβαση στα γεμάτα καινοτομίες χρόνια του ’50, εκεί όπου επαναπροσδιορίστηκε μεταξύ άλλων και το γουέστερν ως είδος. Κι εδώ λοιπόν το μεταίχμιο αυτό είναι ορατό. Ο Νότιος ευγενής μεν, ηττημένος δε, ισορροπεί σε δύο κόσμους μίσους και αντιπαράθεσης, χωρίς να επιτρέπει όμως την παραμικρή αλλοτρίωση στα ιδανικά του, ενώ παράλληλα, παίζει και τον ρόλο εκείνου που ηγείται της σύγκλισης των δύο πλευρών. Επιπλέον, διατηρώντας έναν τυχοδιωκτικό κυνισμό, μια αύρα γοητείας και έναν δυναμισμό, δημιουργεί μια φιγούρα απόλυτου ρυθμιστή. Η συμβίωση του με περιβάλλον της παρακμιακής πόλης, κινείται μέσα σε ένα συνονθύλευμα ρεβανσισμού, ρεαλιστικής επιφυλακτικότητας, γλαφυρών βιωμάτων και, ταχύτητας σκέψης. Το βλέμμα του χωρίζει τους πάντες σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που σέβεται και σε εκείνους που δεν χαρίζεται. Συγχωρεί, αλλά και περιμένει υπομονετικά την στιγμή της εκδίκησης. Πάνω σε αυτούς τους άξονες κινούμενος, με κατ’ εξοχή ζητούμενο την απονομή δικαιοσύνης(για να ταυτιστεί και με τον θεατή), η άφιξη του θα σηματοδοτήσει την διαδικασία απομυθοποίησης. Είναι αυτός που περιμένουν ενδόμυχα όλοι, ο κάθε ένας για τον δικό του λόγο, ώστε να μοιραστεί ξανά η τράπουλα, χωρίς σημαδεμένα χαρτιά. Έχει και τους δικούς του δαίμονες να κυνηγήσει φυσικά, αλλά με εκείνους θα αναμετρηθεί στο ζύγι των αποφάσεων.
Μοιάζει να προήλθε από τις σελίδες κάποιας νουβέλας, όμως το σενάριο είναι πρωτότυπο και γράφτηκε από τον Jonathan Latimer, φίλο και συνεργάτη του σκηνοθέτη στα χρόνια των φιλμ νουάρ. Αν μέτρησα καλά, διαθέτει μόνον έναν διάλογο(του τύπου: - Ναι; / - Ναι.), κάτι που παραπέμπει εμφανώς σε αυτά που ανέφερα πιο πάνω, περί σύνδεσης με το παρελθόν και σεναριακής απλότητας άλλων χρόνων. Όχι ότι είναι αρνητικό. Το αντίθετο μάλιστα. Δίνει την δυνατότητα στους ηθοποιούς να δώσουν περισσότερα με μονόλογους ρομαντισμού και έντασης, ή έστω αφήγησης. Δεν θα ήταν βέβαια άσχημοι οι 20-30 διάλογοι. Έτσι όμως σκέφτηκε, έτσι έπραξε ο κ. Λάτιμερ και, νομίζω πως πρέπει να δικαιώθηκε. Ο σεναριογράφος μετέφερε και το υπέροχο The Glass Key (1942), του Ντάσιελ Χάμετ, ενός εκ των δύο ιερών τεράτων – συγχωρήστε μου την έκφραση – της αστυνομικής φιλολογίας στην Αμερική. Ο άλλος ήταν ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Την παραγωγή επιμελήθηκε ο Mel Epstein για την Paramount Pictures. Με την οποία παρεμπιπτόντως, ο Φάροου είχε μια μάλλον μακρά, επαγγελματική συνεργασία, αλλά που δεν αποκαλείς και αγαστή, αφού κοντραρίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις ταινιών, κάποιες από τις οποίες έμειναν στο συρτάρι. Έξοχη και πομπώδης η μουσική υπόκρουση του έμπειρου Daniele Amfitheatrof. Τις είχε αυτές τις μελωδίες ο Ιταλικής καταγωγής Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Ειδικά όταν έπρεπε να προστεθεί και το στοιχείο του ρομαντισμού, ή το συγκινησιακά φορτισμένο. Στις αξιομνημόνευτες δουλειές του συγκαταλέγονται και οι μουσικές για τα Lassie Come Home (1943), Song of the South (1946), Letter from an Unknown Woman (1948), The Damned Don't Cry! (1950), The Naked Jungle (1954), Major Dundee (1965). Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η τριάδα Ray Milland - Hedy Lamarr - Macdonald Carey. Για να τους περιγράψω διαφορετικά, ο καλός – η μοιραία – και ο κακός. Εξαιρετικό των παίξιμο και των τριών. Όπως και του ρολίστα Harry Carey Jr. και της Mona Freeman. Το φιλμ προβλήθηκε στην χώρα μας ως «Φλογισμένο φαράγγι».
Με την λήξη του εμφυλίου, η πλευρά των νικητών άρχισε να γράφει την δική της εκδοχή της ιστορίας – ως είθισται – με κεφάλαια για τα οποία άλλοτε κέρδισε το χειροκρότημα, κι άλλοτε την αμφισβήτηση και τον χλευασμό. Ο Βορράς δεν επιφύλαξη μια ομαλή προσαρμογή στην νέα, εθνική πραγματικότητα για τον Νότο. Κάπου μεταξύ κατάφορης αδικίας και πλήρους απαξίωσης για την ανθρώπινη ζωή, μια χούφτα ηττημένων καταφεύγει στο Κόπερταουν, με την ελπίδα να ενταχθούν ξανά κοινωνικά και να επιβιώσουν σε ένα ιδιαίτερα σκληρό περιβάλλον, εξορύσσοντας χαλκό. Όμως ο δόλος παραμονεύει πίσω από κάθε τους προσπάθεια, με την μορφή κάποιου που επιβουλεύεται τον κόπο τους. Όταν ο νυν ταχυδακτυλουργός και πρώην συνταγματάρχης(καταζητούμενος μάλιστα), Τζώνι Κάρτερ αποδεχτεί την πρόταση των συμπατριωτών του να βοηθήσει στον δίκαιο αγώνα τους, δεν θα βρεθεί αντιμέτωπος μόνο με σκοτεινές πλεκτάνες, αλλά και με μια όμορφη γυναίκα που στέκεται στην αντίπερα όχθη, έλκοντας τον επικίνδυνα…
Copper Canyon (1950)corto6429.970 FPS
corto64
(corto64)
@
.
328x
()
.
Add to favourites
.
Correct subtitlesUploaded from BSPlayer v2.65 developed by bst2